πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… … Dictionary of Greek
Μάρκελλος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σικελίας. Αναφέρεται ως μαθητής του Απόστολου Πέτρου. Η μνήμη του τιμάται στις 9 Φεβρουαρίου. 2. Επίσκοπος Απαμείας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Αυγούστου. 3. Μαρτύρησε με σπαθί στην… … Dictionary of Greek
Σαδόκ — Ανώτατος Ιουδαίος αρχιερέας της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα απόγονος του Ααρών από τον οίκο του Ελεάζαρ. Παράλληλα μ’ αυτόν αρχιεράτευε στα χρόνια του Δαβίδ και ο Αβιάθαρ, ο οποίος όπως φαίνεται είχε μοιράσει με εκείνον τις διακονίες. Κατά … Dictionary of Greek
ЕЛЕАЗАР — [евр. , Бог помог; греч. ᾿Ελεαζάρ], прав. (пам. в Неделю св. праотец), ветхозаветный первосвященник. Е. 3 й сын Аарона от Елисаветы (Исх 6. 23), муж дочери Футиила (Исх 6. 25) и отец Финееса (Исх 6. 25). Е. был священником при скинии во времена… … Православная энциклопедия